"Κι η φωτογραφία αυτή έγινε για την καψερή μάνα το μνημείο του πεθαμένου αγοριού της, το κέντρο της καθημερινής της σκέψης. Πρωί την κοίταζε και την έλουζε με μόσκο και ροδόνερο τα τόσα δάκρά της. Το μεσημέρι καμάρωνε. Τ' απόγευμα την χάιδευε κι ύστερα μ' ένα βελούδο καθάριζε εκεί που της άγγιζε το τζάμι. Το βράδυ της προσευχότανε σα νατανε το εικόνισμα της Παναγίας [...]Κι εκεί που ήταν έτοιμοι για αναχώρηση η μάνα φώναξε: "Στάσου. Πήρες τη φωτογραφία τυ αγοριού; Πού την έκρυψες;" [...] "Τη φωτογραφία και τα μάτια σου", του είπε σκληρά η γυναίκα". (Χρυσάνθης, 2018: 49-51)
«Αποφασίσανε οι πρόσφυγες να καταλάβουν τη μισοτελειωμένη πολυκατοικία. Είχαν μαζευτεί εκεί δεκαπέντε οικογένειες με τους λίγους μπόγους των. Ο ιδιοκτήτης, που είχε το κατάστημά του στο ισόγειο, άφριζε και ξάφριζε για τις ζημιές που θα του έκαναν. Όταν όμως τα παρακάλια δεν μπόρεσαν να πείσουν πως ήταν δίκαιο κάπου να βολευτούν όλοι αυτοί οι ξεσπιτωμένοι, ο δάσκαλος αγρίεψε…» (Χρυσάνθης, 2018: 51)
Ερευνητική αναζήτηση: αναζήτηση φωτογραφικού υλικού με εικόνες προσφύγων/προσφυγισσών, συλλογή μαρτυριών προσφύγων/προσφυγισσών ακόμα και μαρτυρίες μαθητών/τριών που έχουν βιώσει το θέμα της προσφυγιάς. Η αναζήτηση αφορά τόσο το συγκεκριμένο γεγονός (πρόσφυγες/προσφύγισσες μετά την τουρκική εισβολή 1974) αλλά και άλλες ιστορικές περιόδους (μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922, μετά τον πόλεμο στη Συρία 2011, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022
Αφήγηση για τα γεγονότα της Κύπρου, όπως την αφηγήθηκε ο πατέρας της μαθήτριας Δέσποινας Σ.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ 1974
Οι καλοκαιρινές διακοπές μου το 1974 στιγματίστηκαν από την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο. Ζούσα σε ένα μικρό χωριό στα νότια της Λέσβου. Το χωριό εκείνο το καλοκαίρι είχε πολύ κόσμο διότι πολλοί κάτοικοι από την πόλη της Μυτιλήνης προτίμησαν να την εγκαταλείψουν για μεγαλύτερη ασφάλεια. Οι άντρες του χωριού ήταν υποχρεωμένοι να φυλάνε όλη τη νύχτα στην παραλία για να αποτρέψουν πιθανή απόβαση των Τούρκων. Ο πατέρας μου κάθε βράδυ μάς αποχαιρετούσε και την επόμενη μέρα το πρωί επέστρεφε για να αναλάβει τις αγροτικές εργασίες. Στην αποθήκη έκρυβε το όπλο με την ξιφολόγχη και το κράνος του. Τα βράδια επικρατούσε συσκότιση και στα παράθυρα είχαμε βάλει κουβέρτες για να μη γίνει στόχος το χωριό από αεροπορικό βομβαρδισμό. Στις 26 Ιουλίου το βράδυ της Αγίας Παρασκευής πολιούχου του χωριού το πανηγύρι δεν έγινε. Ήρθε στην πλατεία ένα στρατιωτικό τζιπ κι ένας αξιωματικός μίλησε στους κατοίκους φροντίζοντας να τους καθησυχάσει. Η μητέρα μου είχε συγκεντρώσει είδη ρουχισμού και υπόδησης τα οποία έστειλε στους πρόσφυγες της Κύπρου.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ 1974
Οι αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων παραμένουν ανεξίτηλες χαραγμένες στη μνήμη μας όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Ήμουν περίπου τεσσάρων χρόνων εκείνο το μεσημέρι του Ιουλίου όταν μαζί με τον πατέρα μου επιστρέψαμε από τη θάλασσα. Επιστρέφοντας στο σπίτι εκτός από τη μητέρα μου και την ενός έτους αδελφή μου μας περίμενε ο θείος μου όπου μας ανακοίνωσε τα νέα για την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο. Ο πατέρας μου μεταξύ πολλών άλλων συγγενών και φίλων επιστρατεύτηκε. Λίγες ώρες αργότερα αποχαιρετώντας τη μητέρα μου κι εμάς παρουσιάστηκε στο Φρουραρχείο στον Σταθμό Λαρίσης.
Ακόμη και τώρα θυμάμαι τον εαυτό μου και τη μητέρα μου να κλαίμε και να τον σφίγγουμε στην αγκαλιά μας.
«Πάω να ελευθερώσω την Πατρίδα μας από τους Τούρκους» μου είπε…
«Να είσαι καλό παιδί …θα γυρίσω γρήγορα.» και έφυγε.
Ο θείος μου ανέλαβε να μας μεταφέρει με το ταξί του στο τόπο καταγωγής της μητέρας μου σε ένα χωριό της Καρδίτσας. Εκεί μας φρόντιζαν ο παππούς και η γιαγιά μου.
Ο πατέρας μου σύμφωνα με το απολυτήριο του στρατού έπρεπε να παρουσιαστεί στα Γιάννενα. Έφτασε με το λεωφορείο μέχρι το Ρίο – Αντίρριο. Εκεί συναντήθηκε με συγχωριανούς του με ΙΧ έφτασε στο χωριό του στο Αθαμάνιο Άρτας για να αποχαιρετήσει τους γονείς του και τα αδέρφια του. Ξημερώματα της επόμενης παρουσιάστηκε στα Γιάννενα. Εκεί παρέμεινε δύο μήνες. Υπηρέτησε στη Στρατιωτική Αστυνομία κι έκανε περιπολίες τόσο στα Γιάννενα αλλά και σε άλλες επαρχιακές πόλεις. Η επικοινωνία του δεν ήταν δυνατή. Περιμέναμε με αγωνία το τηλεφώνημά του στο ένα και μοναδικό τηλέφωνο του καφενείου του χωριού. Ακόμη ηχεί στα αυτιά μου η φωνή της κας Πολυξένης να καλεί τη μητέρα μου στο τηλέφωνο, αλλά και μένα να ρωτώ τον πατέρα μου εάν σκότωσε τους όλους Τούρκους και εάν ελευθέρωσε την Πατρίδα.
Τώρα καταλαβαίνω και νιώθω τη συγκίνηση όλων όταν με άκουγαν και τη μητέρα μου να με φιλάει και να κλαίει.
Υπήρχε πιθανότητα μεγάλη να συνοδεύσει ο πατέρας μου τη μονάδα του στην Κύπρο. Περίμεναν να εκδοθεί το φύλλο πορείας. Προς μεγάλη ανακούφιση αναχώρησε για Κύπρο η μία μονάδα ενώ η άλλη παρέμεινε στα Γιάννενα με σκοπό να την αντικαταστήσει στη συνέχεια …
Ο πατέρας μου και η μονάδα του παρέμεινε στα Γιάννενα για δύο μήνες. Όταν απολύθηκε ήρθε στην Καρδίτσα για να μας πάρει. Μείναμε περίπου μια εβδομάδα και μετά επιστρέψαμε στο σπίτι μας στην Καλλιθέα.
Θυμάμαι τον εαυτό μου να ρωτά συνέχεια: «Σκοτώθηκαν όλοι οι Τούρκοι;» και τον πατέρα μου να με αγκαλιάζει και να μου λέει: «Ποτέ πια πόλεμος»…
Μεγαλώνοντας κατάλαβα τι εννοούσε.
Αφήγηση του μαθητή Φαρμπόντ Ν.
«Φύγαμε στη Βουλγαρία με αεροπλάνο. Από εκεί προσπαθήσαμε να πάμε στη Γερμανία, στον αδερφό και στην αδερφή μου κρυφά. Μας έπιασε η αστυνομία όμως και μείναμε για 24 ώρες στη φυλακή χωρίς νερό και τροφή. Ζήταγα να μας δώσουν νερό αλλά δε μας έδιναν και μου είπε ο αστυνομικός να πιω νερό από τη λεκάνη της τουαλέτας. Μετά μας μετέφεραν σε άλλη φυλακή που μπορούσαμε να πάρουμε αέρα μόνο για 15 λεπτά. Είχαμε πρόβλημα με το φαγητό και συγκεκριμένα εγώ και η αδερφή μου κάναμε εμετό. Ζαλιζόμουν και λιποθυμούσα, τα μαλλιά μου είχαν γίνει άσπρα. Μετά από 22 μέρες μας έστειλαν λεφτά από το Ιράν και πήγαμε σε μια πόλη της Βουλγαρίας. Εκεί μας έδιναν λεφτά από τον προσφυγικό οργανισμό «UNM» και οι συνθήκες διαβίωσης καλυτέρεψαν. Μια μέρα όμως το νερό ήταν μολυσμένο, το ήπια και για πολύ καιρό έκανα εμετό μέχρι που έπεσα σε κώμα για 5 λεπτά. Όταν άνοιξα τα μάτια μου βρισκόμουν στο νοσοκομείο. Μετά από 11 μήνες αποφασίσαμε να πάμε στη Γερμανία και πληρώσαμε έναν άνθρωπο για να μας πάει εκεί. Αφού του δώσαμε χρήματα μας είπε πως πρώτα πρέπει να περάσουμε από την Ελλάδα και μετά θα πάμε στη Γερμανία. Όταν φτάσαμε στην Ελλάδα μας άφησε στην πλατεία Ομονοίας και έφυγε. Στη συνέχεια πήγαμε σε μία εκκλησία και μείναμε εκεί. Η μαμά μου στο τέλος βρήκε δουλειά και έτσι νοικιάσαμε διαμέρισμα. Εγώ πήγαινα σχολείο και μάθαινα ελληνικά. Στην Ελλάδα στην αρχή αντιμετωπίσαμε το πρόβλημα της στέγασης. Δεν είχαμε πού να μείνουμε και αναγκαστήκαμε για ένα βράδυ να κοιμηθούμε σε πάρκο. Έπειτα αντιμετώπισα το πρόβλημα της γλώσσας. Υπήρχαν διαφορές στη σύνταξη και στη γραμματική και δυσκολευόμουν. Δεν ήθελα να πηγαίνω σχολείο καθώς τα παιδιά με κορόιδευαν και δεχόμουν «bullying». Τώρα όμως νιώθω πιο δυνατός.»
Αφήγηση από τη γιαγιά του μαθητή Βασίλη Π.
Το 1964 ήταν μια πολύ άτυχη και άδικη χρονιά για τους Έλληνες υπηκόους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης. Εκείνη την χρονιά στην Κωνσταντινούπολη δημοσιεύτηκε ένας πολύ προκλητικός νόμος για τους Έλληνες που όριζε πως ή οι Έλληνες κάτοικοι θα γίνονταν αλλόθρησκοι, πιστεύοντας στον Ισλαμισμό αφήνοντας τον Χριστιανισμό ώστε να μπορέσουν να κρατήσουν τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους. Αλλιώς θα αναγκάζονταν να δώσουν όλη την περιουσία τους και τα πλούσια σπίτια τους σε τούρκους από τα βάθη της ανατολής οι οποίοι ήταν φτωχοί και αμόρφωτοι. Οι περισσότεροι Έλληνες έφυγαν από τους τόπους τους αφήνοντας το σπίτι τους και βλέποντάς το να κατοικείται από ξένους. Οι Έλληνες εκείνη την εποχή αφού έχασαν τα σπίτια τους έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την χώρα, την Ελλάδα. Άλλοι αναγκάστηκαν να διαφύγουν στο εξωτερικό, σε χώρες πιο αναπτυγμένες όπως τον Καναδά , την Σουηδία και την Αμερική για να ξαναφτιάξουν τις ζωές τους από την αρχή. Όμως παρόλο που είχαν πολλές ελπίδες για μια καλύτερη ζωή οι ίδιοι απογοητεύτηκαν γιατί οι ντόπιοι που τους προσλάβανε για δουλειές τους εκμεταλλεύτηκαν λόγω έλλειψης γνώσης της ξένης γλώσσας και εμπειρίας.
Έτσι το χρόνο 1964 η προγιαγιά μου μαζί με τους τρείς γιούς της ανάμεσά τους και ο παππούς μου αναγκάστηκαν να φύγουν από την Κωνσταντινούπολη. Τα μόνα υπάρχοντα που επιτρεπόταν να πάρουν μαζί τους ήταν μία βαλίτσα το άτομο με προσωπικά αντικείμενα. Όποιος ήταν ιδιοκτήτης μαγαζιών ή διαμερισμάτων τα έχανε από το τουρκικό κράτος λόγω κατάσχεσης. Η διορία τους ήταν μία εβδομάδα. Κι έτσι με κόπους από μία ολόκληρη ζωή ο καθένας να χωρέσει τα σημαντικότερα μέσα σε μια βαλίτσα. Τα κλειδιά του σπιτιού τα παρέδωσαν σε μία οικογένεια από τα βάθη της ανατολής που θα γίνονταν οι καινούργιοι ιδιοκτήτες.
Ανθρωπιστικές οργανώσεις βοήθησαν τους πρόσφυγες να εγκατασταθούν σε καινούργιες χώρες. Οι δικοί μου συγγενείς επέλεξαν την Σουηδία σαν έναν καινούργιο τόπο διαμονής. Η αρχή ήταν δύσκολη για διάφορους λόγους, δύσκολες καιρικές συνθήκες , έλλειψη γνώσης για την ξένη γλώσσα και σκληρή δουλειά σε εργοστάσια. Με το πέρασμα του καιρού προσαρμόστηκαν στο καινούργιο τους περιβάλλον, απέκτησαν νέες γνώσεις και εμπειρία και ίδρυσαν ενώσεις όπου οργάνωναν συναντήσεις και γλέντια ώστε να περνάνε ευχάριστα. Σπουδαία ήταν η πίστη αυτών των ανθρώπων επειδή ίδρυσαν εκκλησίες σε συνεργασία με το σουηδικό κράτος, έχοντας πλέον μία καινούργια ευχάριστη ζωή.
Βασίλης Π.
«Ο Μελέτης, ο δάσκαλος, πήρε τη γυναίκα του, τα παιδιά του και την πεθερά του και τράβηξε προς τη Λευκωσία. Στα γρήγορα είχανε φτιάξει μπόγους με τα χρειώδη και τα πολύτιμα του σπιτιού…» (Χρυσάνθης. 2018: 50)
Εργασία: Εσείς αν έπρεπε να φύγετε από την πατρίδα σας τι θα παίρνατε μαζί σας;
Τα κλειδιά...
Αν αναγκαζόμουν να αφήσω την πατρίδα μου, εκτός από τα απαραίτητα, όπως κινητό και
χρήματα, θα φρόντιζα να πάρω τα κλειδιά του σπιτιού μου. Θα έκανα αυτή την επιλογή, καθώς
τα κλειδιά θα μου θύμιζαν τον παλιό μου τόπο στον οποίο είχα ζήσει τόσα χρόνια. Επιπλέον,
εκτός από τη συναισθηματική αξία, αν τύχαινε να επιστρέψω, και στην περίπτωση που είχε
παραμείνει απαραβίαστο, χωρίς να έχει αλλάξει η κλειδαριά, θα επιθυμούσα να μπορώ να μπω
μέσα και να δω ξανά τα απομεινάρια της παλιάς μου ζωής.
Νεφέλη Τ.
Η βαλίτσα της προσφυγιάς
Σε περίπτωση που έπρεπε να εγκαταλείψω την πατρίδα μου θα έπαιρνα κάποια πράγματα που είναι πολύ σημαντικά για μένα.
Αρχικά θα έπαιρνα μαζί μου μερικά χρήματα, για να μπορέσω να αγοράσω οτιδήποτε χρειαστώ στην νέα χώρα. Επίσης θα έπαιρνα ρούχα παρόλο που στο μέρος που θα πήγαινα θα αγόραζα καινούργια. Ο μόνος λόγος που θα έκανα κάτι τέτοιο θα ήταν επειδή θα ήθελα να φοράω ρούχα από την πατρίδα μου.
Στη συνέχεια, θα έπαιρνα μαζί μου μια εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Ίσως να ήταν το πρώτο πράγμα που θα έβαζα στην βαλίτσα μου, διότι θα με προστάτευε.
Τέλος, θα έπαιρνα μαζί μου μερικές οικογενειακές φωτογραφίες. Παρά τις δυσκολίες της ένταξής μου σε μια διαφορετική κοινωνία θα ήταν πολύ σημαντικό για εμένα να έχω μαζί μου κάποιες οικογενειακές φωτογραφίες διότι θα ξέχναγα τις δυσκολίες που θα βίωνα και θα σκεφτόμουνα ευχάριστες στιγμές πίσω στην πατρίδα μου.
Γιώργος Σ.
Ελπίζω να μη χρειαστεί να φύγω ποτέ από τον τόπο μυ. Αν όμως αναγκαστώ να φύγω, θα έπαιρνα μαζί μου μια ελληνική σημαιούλα που κράταγα μικρός στις παρελάσεις που πήγαινα με τους γονείς μυ, για να σκέπτομαι ότι κάποτε θα γυρίσω στην Ελλάδα. Επίσης, θα έπαιρνα τις εμφανίσεις τη ΑΕΚΑΡΑΣ, το πανό με τη βυζαντινή αυτοκρατορία και την Κων/πολη. Πάνω έχει και τον σταυρό, για να μην ξεχνώ τη θρησκεία μας.
Θεοφάνης Τ.
Αν έπρεπε να φύγω από την πατρίδα μου, θα ήθελα να πάρω μαζι μου δυο πραγματα που θα με βοηθουσαν να μην την ξεχασω ποτε.Ενα απο αυτα θα ηταν το αλμπουμ με τις φωτογραφιες οπου περναγα τις καλοκαιρινές μου διακοπές στο χωριο του παππού και της γιαγιας μου. Το δευτερο πραγμα που θα επαιρνα μαζι μου θα ηταν χοντρά ρούχα για να μην κρυώνω τον χειμωνα εκει μακριά στα ξένα.
Χάρης Ρ.
Εργασία: Πώς συνομιλούν τα δύο εικαστικά έργα (Μποτάρι και Το κουτσό) με τα δύο διηγήματα, "Η Φωτογραφία" και "Η βαλίτσα";