"Πολλοί μαρτυρούν με έκπληξη ότι κάθε φορά που πηγαίνουν, βλέπουν ένα παράξενο πουλί να τριγυρνά εκεί κοντά... το βλέπουν να κάθεται πάνω στα θλιβερά και ανατριχιαστικά συρματοπλέγματα και να επαναλαμβάνει μια και μοναδική φράση: "την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο γιος του Τελαμώνα, ο Τεύκροοοοος..." 'Υστερα χάνεται στην γκρίζα θολούρα της πόλης και ακούγεται μόνο το γοερό κι ασταμάτητο βογγητό της θάλασσας" (Νικολάου-Χατζημιχαήλ, 2018: 201).
Εργασίες:
1. Συνομιλία του διηγήματος με άλλα λογοτεχνικά έργα: το διήγημα του Χριστόφορου Μηλιώνη «Το συρματόπλεγμα του αίσχους», τα ποιήματα «Αμμόχωστος» της Κλαίρης Αγγελίδου, «Προς αναγνώστη» και «Μ’ ακούς;» της Ντίνας Κατσούρη από τα Κείμενα Κυπριακής Λογοτεχνίας.
2. Καταγραφή των σημείων που δείχνουν καρέ καρέ τη σταδιακή ερήμωση της πόλης.
3. Το παρόν της πόλης δίνει το έναυσμα για δραστηριότητες δημιουργικής γραφής
«Όσοι επισκέπτονται τώρα την πόλη, πηγαίνουν μέχρι το συρματόπλεγμα και καρφώνονται εκεί για πολλή ώρα σιωπηλοί, με τα μάτια δακρυσμένα, ακούνε το κύμα που δεν ησυχάζει ποτέ, σκάει στην αμμουδιά ασταμάτητα και είναι το μόνο πράγμα που δεν έχει αλλάξει από τότε σε τίποτε, αναπολούν τις ευτυχισμένες στιγμές που έζησαν σ’ αυτή την υπέροχη πόλη […] και επαναλαμβάνουν ψιθυριστά την ίδια δισύλλαβη λέξη: ‘γιατί;’».
α) Ένας/Μια κάτοικος της Αμμοχώστου, μετά από χρόνια επισκέπτεται ξανά την αγαπημένη πόλη, αναπολεί τις ευτυχισμένες στιγμές και γράφει στο ημερολόγιό του/της…
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Σήμερα επισκεφθήκαμε την πόλη φάντασμα, την πόλη μου, τον τόπο που μεγάλωσα, αλλά πλέον μου είναι άγνωστος. Πως γίνεται η ψυχή μου να έχει μείνει εκεί; Είναι λες και ο χρόνος σταμάτησε από την ημέρα της εισβολής και την αναγκαστική μετανάστευση μας στην ίδια μας την χώρα.
Καθώς οι Τούρκοι στρατιώτες μετακινούσαν τα συρματοπλέγματα και τα φράγματα για να εισέλθουμε , ένα περίεργο συναίσθημα με κατέλαβε. Δεν ξέρω ακριβώς τι, σαν μια ανάμειξη νοσταλγίας, θλίψης και θυμού. Καθώς περπατάγαμε στα γνώριμα στενάκια και δρόμους της πόλης μας, μπορούσα να ακούσω τους αναστεναγμούς και τους λυγμούς των ανθρώπων. Ένας άντρας αναπόλησε το παρελθόν και με ένα νοσταλγικό χαμόγελο είπε, << Εδώ, εδώ ακριβώς έπινα καφέ με τους φίλους μου.>>, μία γυναίκα θυμόταν τις ρομαντικές νύχτες με το αγόρι της στον κινηματογράφο, << Εδώ είδαμε αμέτρητες ταινίες>>, διάφορες φράσεις διατυπώνονταν, << Εδώ εργαζόμουν>>, <<Εδώ γνωριστήκαμε>>, εδώ, εδώ, εδώ. Τα μικρά παιδιά προσπαθούσαν να αντιληφθούν τα συναισθήματα των γονιών τους και των παππούδων τους, ανήξερα για το τι είχε συμβεί τότε. Παρόλο που οι αναμνήσεις ξεχείλιζαν στο μυαλό μου, η μόνη μου έγνοια ήταν να φτάσω σπίτι μου, εκεί που πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, εκεί που έπαιζα με τα αδέρφια μου, εκεί που οι γονείς μου, μου διάβαζαν παραμύθια για να κοιμηθώ, εκεί που όλη η οικογένεια συγκεντρωνόταν τις Κυριακές για τραπέζι, το πραγματικό μου σπίτι.
Η μικρή μας μονοκατοικία, βρίσκεται κοντά στην θάλασσα, οπότε αφιερώσαμε πολύ χρόνο στο περπάτημα. Όμως φτάσαμε. Φτάσαμε σπίτι. Δεν περίμενα ποτέ να ξαναπώ αυτή την φράση. Μείναμε να το κοιτάμε για κάμποση ώρα, μέχρι που η μητέρα μου, με τρεμάμενα χέρια έβαλε το κλειδί στην κλειδαρότρυπα. <<Γύρισε! Γύρισε!>>, φώναξε με δάκρυα χαράς στα μάτια, η πόρτα άνοιξε, μπήκαμε μέσα. Ευτυχώς οι Τούρκοι στρατιώτες δεν περιπολούσαν σε αυτή την περιοχή, ακόμη. Ο χρόνος είχε παγώσει σε εκείνη την ημέρα… Για λίγο είδα τον μικρό μου εαυτό να κάθεται στην καρέκλα και να προσπαθεί να λύσει αυτη την δύσκολη άσκηση των μαθηματικών, αλλά δεν πρόλαβα ποτέ να την τελειώσω. Όταν πήγα στο σαλόνι θυμήθηκα τους γονείς μου να πίνουν καφέ και εγώ με τα αδέρφια μου να τους ενοχλούμε. Όμως για κάποιο περίεργο λόγο, ένιωθα τα ντουβάρια να με πλακώνουν. Βγήκα έξω με φόρα και αντίκρισα ένα αυτοκίνητο της Τουρκικής αστυνομίας, γρήγορα ήρθαν προς το σπίτι μας και μας διέταξαν να φύγουμε. Η μητέρα μου ούρλιαζε, δεν ήξερα τι έλεγε, δεν έδωσα προσοχή, είχα μείνει να κοιτάω αυτό το πλέον άψυχο κτίριο. Ο πατέρας μου και τα αδέρφια μου προσπάθησαν να την καθησυχάσουν. Ύστερα φύγαμε. Στην επιστροφή ήμασταν ήσυχοι, ο καθένας με τις δικές του σκέψεις, καθώς περνάγαμε από γνώριμα μέρη, την πλατεία, το σχολείο, τον καφενέ, το γραφείο του πατέρα και της μητέρας. Μέρη τα οποία θα έπρεπε να αφήσουμε για πάντα πίσω μας.
Κάτσαμε μέχρι το βράδυ στην Αμμόχωστο μαζί και με άλλους Ελληνοκύπριους. Ποιος θα το φανταζόταν; Επισκέπτες στην ίδια μας την πόλη. Φύγαμε. Άλλωστε, δεν είχαμε άλλη επιλογή. Προχωρήσαμε χωρίς να κοιτάμε πίσω μας, μέχρι που ακούσαμε μια φωνή, γυρίσαμε τα κεφάλια μας έκπληκτοι, ένας παπαγάλος στα συρματοπλέγματα να φωνάζει << Την πόλη την έχτισε ο Τεύκρος, ο γιος του Τελαμώνα.>> και χάθηκε μες στην άψυχη, βουβή πόλη.
Και τώρα βρίσκομαι στο δωμάτιο μου να γράφω στο ημερολόγιο μου αυτήν την εμπειρία και η φράση του παπαγάλου να αντηχεί στο κεφάλι μου.
Δεν ξέρω αν αύριο θα σου ξαναγράψω και αν θα βρω την ενέργεια και την θέληση να το κάνω. Καληνύχτα...
Βασιλική Μ.
Σήμερα, επισκεφτήκαμε τα συρματοπλέγματα, στο πλαίσιο της τουριστικής περιοδείας σε όλα τα σημαντικά μέρη της Κύπρου. Εγώ όμως τα ήξερα όλα αυτά από παλιά. Ήρθα μόνο και μόνο για να έχω αυτή την μοναδική και πολυπόθητη ευκαιρία, που κάθε διωγμένος ελληνοκύπριος θα έκανε τα πάντα για να είναι στην θέση μου, να έρθει στα συρματοπλέγματα και να δει την απαγορευμένη ζώνη και ό,τι έχει απομείνει από το κάποτε ελληνικό κομμάτι της Κύπρου. Εγώ δεν ήρθα για να χαζέψω την θέα, αλλά ούτε και για να δω τα γκρεμισμένα ξενοδοχεία. Εγώ ταξίδεψα ως εδώ για να δω το παλιό μου σπίτι, ότι απόμεινε από αυτό δηλαδή. Κάποτε, αυτό το σπίτι ήταν για εμένα ο παράδεισος των παιδικών μου χρόνων, που μοιραζόμουν μαζί με την οικογένειά μου και την γιαγιά, που έχασα ξαφνικά την μέρα που τα αεροπλάνα έριχναν τις βόμβες και εμείς τρέχαμε να ξεφύγουμε από τον θάνατο.
Το σπιτάκι αυτό, δεν ήταν κάτι μοντέρνο, αλλά ήταν μια δίπατη κατοικία σχετικά μακρόστενη, βαμμένη με ένα ανοιχτόχρωμο πορτοκαλί χρώμα και την κεραμοσκεπή, με τον φεγγίτη της σοφίτας που έλουζε με το φως του ο ήλιος. Υπήρχε επίσης ο ευρύχωρος κήπος που κάποτε έπαιζα με τους παιδικούς μου φίλους, τη μαμά που πρόσεχε σαν τα μάτια της τα λουλούδια της γιαγιάς, να μην της τα χαλάσουμε. Νομίζω ότι ακόμα μπορώ να ακούσω την γιαγιά να γελάει με τα καμώματά μας και την μητέρα, να σκουπίζει το πάνω μπαλκονάκι της σοφίτας, από το χώμα που έπεσε από μια γλάστρα, όταν εγώ έριξα την μπάλα εκεί. Πίσω από το σπίτι, υπήρχε μία αποθήκη, που εκεί βάζαμε τα ξύλα το καλοκαίρι, αλλά και η βάση όπου ο πατέρας μου τα έκοβε κάθε μέρα, ώστε να μην μας λείψουν τον χειμώνα. Καθώς κάθομαι εκεί και μου έρχεται στο μυαλό, η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου ξύλου από τα ελαιόδεντρα που έκοβε ο πατέρας.
Από όλα αυτά, τίποτα δεν είχε μείνει ίδιο. Το μικρό μπαλκονάκι με τις γλάστρες ήταν γκρεμισμένο κατάχαμα στην αυλή, με τούβλα εδώ και εκεί, σπαρμένα στον κάποτε κατάφυτο κήπο με τα λουλούδια και την συκιά. Το σπίτι, είχε καταντήσει μια κατοικία για φίδια και ποντίκια, αλλά και κάθε λογής πουλιά, καθώς η τρύπα από της μπόμπες που υπήρχε στην στέγη τους παρείχε είσοδο στο σπίτι. Όπως καθόμουν εκεί, νόμιζα ότι μαζί με τα άλλα πουλιά είδα και τον παπαγάλο που όλη η παρέα παρακολουθούσε και μιλούσε μαζί του μετά το σχολείο, αλλά αποκλείεται, γιατί θα είχε ποια πεθάνει και αυτός, από το πέρασμα του χρόνου ή από κάποιο πεινασμένο γάτο.
Έτσι, συγκινημένος από την αναδρομή στο παρελθόν και τον τόπο που εγώ 40 ολόκληρα χρόνια πριν κατοικούσα, έπρεπε να γυρίσω πίσω. Μη θέλοντας να ξεχάσω σαν μεγαλώσω, τα χρόνια που έζησα αποφάσισα να τα φωτογραφίσω. Τελικά έφυγα από εκεί, μαζί με τους άλλους, αλλά και με κάποιον ακόμα…. Το φάντασμα του παρελθόντος.
Νίκος Τ.
Αγαπημένο μου ημερολόγιο
Σήμερα ξαναγύρισα στον τόπο μου, στην πόλη που γεννήθηκα, στην Αμμόχωστο… Οι παιδικές μου αναμνήσεις άρχισαν να κάνουν σβούρες γύρω από το μυαλό μου και ξεκίνησα να αναπολώ.
Ήμουν 8 χρονών. Τότε όλα ήταν ξέγνοιαστα, ο κόσμος ήταν χαρούμενος και ζωντανός και παντού η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη. Θυμάμαι να παίζω στα καλντερίμια με τα παιδιά της γειτονιάς και να κάνουμε τις ανοησίες μας σαν μικρά άτακτα παιδιά. Δεν υπήρχαν τότε περιορισμοί, ζούσαμε ανέμελα. Κάθε καλοκαίρι κατέφθαναν χιλιάδες τουρίστες ώστε να μαγευτούν κι αυτοί από την ομορφιά της Αμμοχώστου. Κοσμοπολίτικη ζωή! Χαζεύαμε και ζηλεύαμε με τα παιδιά την πλουσιοπάροχη ζωή που απολάμβαναν διάσημοι και ξένοι και ψιθυρίζαμε ο ένας στον άλλον πως έτσι θα είμαστε κι εμείς όταν μεγαλώσουμε. Κάθε Κυριακή γινόταν ιεροτελεστία. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν το κατιτίς τους και κάθε γωνία της πόλης είχε τη δική της ξεχωριστή μαμαδίστικη μυρωδιά. Σαν χθες τα θυμάμαι όλα αυτά… ωστόσο κανείς δεν ήξερε τι μας επιφύλασσε το μέλλον…
13 Αυγούστου 1974. Τότε ήταν που οι Τούρκοι εισέβαλαν στην πόλη και τουρκέψανε την Αμμόχωστο. Όσα βίωσα τότε τα ξαναέβλεπα μπροστά μου. Ο φόβος και ο τρόμος ήταν απεικονισμένος στα εγκαταλελειμμένα και ετοιμόρροπα κτήρια. Πόνος και οδύνη… Τίποτα παραπάνω. Αν ήξεραν μόνο πόσο κακό σκόρπισαν γύρω τους, πόσες αθώες ψυχές πήραν μαζί τους, πόσο χάος προκάλεσαν… Πάει, ερημώθηκε η Αμμόχωστος… Το μόνο που θα ήθελα να μάθω είναι ένα «Γιατί;» Χίλια ερωτηματικά αλλά καμία απάντηση.
Μετά το αποκαρδιωτικό θέαμα, με δάκρυα στα μάτια, αναχώρησα και πάλι.
Σε καληνυχτίζω… Τα λέμε αύριο πάλι
Δέσποινα
Δευτέρα 9 π.μ
Τελικά καταφέραμε να περάσουμε την περίφραξη της πόλης από το φυλάκιο. Παρατηρούσε τον αστυνομικό που μετρούσε τους επισκέπτες με ένα μικρό μηχάνημα που έκανε κλικ κάθε φορά που περνούσε κάποιος. Πόσο σκληρό ήταν αυτό το κλικ για όποιον ύστερα από μισό αιώνα έμπαινε ξανά στη πόλη του.
Πολλά άλλαξαν και τίποτα δεν άλλαξε στην Αμμόχωστο. Υπάρχουν ποδήλατα για τους επισκέπτες, αλλά τα κτίρια είναι βουβά χωρίς παράθυρα και πόρτες. Το μόνο ζωντανό είναι ο ήχος της θάλασσας.
Δευτέρα 11 πμ
Περπατώντας μπήκαμε σ’ ένα στενό και εκεί είδα το διώροφο σπίτι μας. Θυμήθηκα τις περιγραφές της μητέρας μου. Στο ισόγειο ήταν μαγαζί, στον επάνω όροφο το σπίτι μας. Πέθανε με την ελπίδα ότι κάποτε θα γυρίζαμε στο σπίτι που μεγαλώσαμε. Τώρα βλέπω όλα γύρω μου να είναι έρημα. Αγριόχορτα μπροστά στις πόρτες. Μπήκα μέσα και αντίκρισα την απόλυτη καταστροφή. Ξεχαρβαλωμένα κρεβάτια, σαπισμένες καρέκλες.
Γυρίζοντας πέρασα από την πλατεία που έπαιζα ποδόσφαιρο με τους φίλους μου. Ακόμα έχω στα αυτιά μου τις φωνές τους, την ώρα που η μάνα μου με τις γειτόνισσες είχαν πιάσει ψιλή κουβέντα.
Δευτέρα 3μμ
Είναι αδύνατο να μείνω εδώ άλλο σε αυτό το νεκροταφείο. Τα βήματά μου με οδηγούν πίσω στο φυλάκιο. Δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Θα έρθει ποτέ άραγε η λύση αυτού του δράματος?
Νεφέλη Λ.
Αγαπητό ημερολόγιο, 20-6-2020
Σήμερα, μετά από σαράντα έξι σχεδόν χρόνια, επισκέφτηκα ξανά την πόλη των ονείρων μου, τα Βαρώσια. Όταν εισέβαλαν οι Τούρκοι, ήμουν είκοσι τεσσάρων ετών, και σήμερα που την ξαναβλέπω από κοντά, κλείνω τα εβδομήντα.
Νιώθω τα δάκρυα μου να κυλούν χωρίς να μπορώ να τα συγκρατήσω, αλλά ευτυχώς τα κρύβουν τα μαύρα μου γυαλιά. Περπατάω μπροστά από όλα τα μαγαζιά που σύχναζα στα νιάτα μου. Δεν το αντέχω, είναι όλα κατεστραμμένα. Δεν θα περίμενα ποτέ να τα δω έτσι. Η φύση έχει δείξει την ανωτερότητα της, καθώς υπάρχουν πάνω σε όλους τους τοίχους ανεπιθύμητα φυτά.
Ύστερα από λίγο, πέρασα από ένα σπίτι γεμάτο με τις παιδικές αναμνήσεις μου, και τα δάκρυα μου έσταξαν κάτω από τα γυαλιά μου. Ήταν το πατρικό μου σπίτι, όλο κατεστραμμένο, με σπασμένα παράθυρα και διαβρωμένα μπετά. Το μόνο σίγουρο είναι το ότι δεν μοιάζει καθόλου με αυτό που αφήσαμε το ‘74. Άμα μπορούσα, θα έμπαινα μέσα να το δω, άλλα δεν ξέρω τι θα μου έκαναν οι αστυνομικοί άμα το προσπαθούσα. Είχα το σκουριασμένο κλειδί στην τσέπη μου. Ήξερα βέβαια ότι και μέσα να έμπαινα, χαλάσματα θα έβλεπα.
Ακριβώς απέναντι από το εγκαταλελειμμένο σπίτι μου ήταν το κατεστραμμένο λύκειο που πήγαινα. Όλα τα μέρη όπου καθόμουν να συζητήσω με τους φίλους μου, να ξεκουραστώ, ήταν ακόμα εκεί και με περίμεναν να ξαναέρθω, ενώ ένιωθα την κούραση να με καταβάλλει.
Η λύπη μου είναι απερίγραπτη. Όσο και να ήθελα να ξαναγίνει η Αμμόχωστος όπως παλιά, δεν το βλέπω να γίνεται στο κοντινό μέλλον, και σίγουρα όχι όσο ζω.
Κυριάκος Κυριάκου
Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022
Αγαπητό μου ημερολόγιο ,
Μετά από τόσα χρόνια μακριά από την πατρίδα μου, κατάφερα να ξαναπάω. Στην αρχή ένιωθα μεγάλη χαρά που θα μπορούσα να την δω από κοντά για λίγο , αλλά ταυτόχρονα και άγχος για το αν θα βρω το σπίτι μου έτσι όπως το άφησα. Όταν μπήκα στην πόλη όμως , όλες οι προβλέψεις και οι εικόνες που είχα στο μυαλό μου για τον τόπο μου άλλαξαν. Τα σπίτια τριγύρω ήταν έτοιμα να καταρρεύσουν με το πέρασμα του χρόνου. Τα περισσότερα είχαν σπασμένα τζάμια και κάποια από αυτά είχαν ανοιχτά παράθυρα. Στα κτίρια υπάρχουν γραμμένες φράσεις στα Τουρκικά .Στις άκρες των δρόμων υπάρχουν πολλά δέντρα και φυτά τα οποία ήταν πολύ ψηλά και μεγάλα. Το γεγονός αυτό με κάνει να νιώθω ακριβώς σαν να βρίσκομαι σε μια πόλη φάντασμα που κυριαρχεί η ερημιά, η μοναξιά και καμία ψυχή ανθρώπου . Η πόλη τώρα πια είναι πολύ διαφορετική από τότε που τη θυμάμαι και όταν ζούσαν όλοι με χαρά και ευτυχί . Τώρα νιώθω σαν να βρίσκομαι σε έναν άγνωστο και ξένο τόπο. Τα συναισθήματά μου είναι θυμού και χαράς ταυτόχρονα. Νιώθω χαρά καθώς ξαναπατάω στην πόλη που μεγάλωσα και στην πόλη που αγαπάω, γιατί είναι η πατρίδα μου . Όμως νιώθω επίσης θυμό, γιατί την αντίκρισα έρημη, γιατί δεν μένω πια εδώ. Ένα μεγάλο ΓΙΑΤΙ με κυριεύει . Το πιο λυπηρό είναι ότι χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να φύγουν , με αποτέλεσμα να χάσουν τα πάντα . Το γεγονός αυτό έχει κάνει να καταστραφεί η αρμονία μεταξύ των Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων .
Πηγαίνοντας όμως προς τον δρόμο όπου βρίσκεται το σπίτι μου , ένιωθα μεγάλη αγωνία για το τι θα δω μπροστά μου . Όταν το είδα απέξω , τα μάτια μου γέμισαν με δάκρυα ευτυχίας και χαράς , επειδή ήταν το σπίτι μου , εκεί όπου ζούσα. Δοκίμασα να βάλω το κλειδί και η πόρτα άνοιξε. Μπήκα μέσα και τα έπιπλα βρισκόντουσαν ακόμη στην θέση τους. Ακόμα και το αγαπημένο μου βιβλίο υπήρχε ακόμα στο τραπέζι , έτσι όπως το άφησα τότε. Βγαίνοντας από το σπίτι, κατευθυνθήκαμε προς τη παραλία. Εκεί αντίκρισα την απόλυτη ερημιά! Το ξενοδοχείο είχε σπασμένα παράθυρα και πόρτες ενώ δίπλα του υπήρχαν μισογκρεμισμένες και παρατημένες πολυκατοικίες ...
Ελίνα Σ.
1. Συνομιλία του διηγήματος με άλλα λογοτεχνικά έργα: το διήγημα του Χριστόφορου Μηλιώνη «Το συρματόπλεγμα του αίσχους», τα ποιήματα «Αμμόχωστος» της Κλαίρης Αγγελίδου, «Προς αναγνώστη» και «Μ’ ακούς;» της Ντίνας Κατσούρη από τα Κείμενα Κυπριακής Λογοτεχνίας.
2. Καταγραφή των σημείων που δείχνουν καρέ καρέ τη σταδιακή ερήμωση της πόλης.
3. Το παρόν της πόλης δίνει το έναυσμα για δραστηριότητες δημιουργικής γραφής
«Όσοι επισκέπτονται τώρα την πόλη, πηγαίνουν μέχρι το συρματόπλεγμα και καρφώνονται εκεί για πολλή ώρα σιωπηλοί, με τα μάτια δακρυσμένα, ακούνε το κύμα που δεν ησυχάζει ποτέ, σκάει στην αμμουδιά ασταμάτητα και είναι το μόνο πράγμα που δεν έχει αλλάξει από τότε σε τίποτε, αναπολούν τις ευτυχισμένες στιγμές που έζησαν σ’ αυτή την υπέροχη πόλη […] και επαναλαμβάνουν ψιθυριστά την ίδια δισύλλαβη λέξη: ‘γιατί;’».
α) Ένας/Μια κάτοικος της Αμμοχώστου, μετά από χρόνια επισκέπτεται ξανά την αγαπημένη πόλη, αναπολεί τις ευτυχισμένες στιγμές και γράφει στο ημερολόγιό του/της…
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Σήμερα επισκεφθήκαμε την πόλη φάντασμα, την πόλη μου, τον τόπο που μεγάλωσα, αλλά πλέον μου είναι άγνωστος. Πως γίνεται η ψυχή μου να έχει μείνει εκεί; Είναι λες και ο χρόνος σταμάτησε από την ημέρα της εισβολής και την αναγκαστική μετανάστευση μας στην ίδια μας την χώρα.
Καθώς οι Τούρκοι στρατιώτες μετακινούσαν τα συρματοπλέγματα και τα φράγματα για να εισέλθουμε , ένα περίεργο συναίσθημα με κατέλαβε. Δεν ξέρω ακριβώς τι, σαν μια ανάμειξη νοσταλγίας, θλίψης και θυμού. Καθώς περπατάγαμε στα γνώριμα στενάκια και δρόμους της πόλης μας, μπορούσα να ακούσω τους αναστεναγμούς και τους λυγμούς των ανθρώπων. Ένας άντρας αναπόλησε το παρελθόν και με ένα νοσταλγικό χαμόγελο είπε, << Εδώ, εδώ ακριβώς έπινα καφέ με τους φίλους μου.>>, μία γυναίκα θυμόταν τις ρομαντικές νύχτες με το αγόρι της στον κινηματογράφο, << Εδώ είδαμε αμέτρητες ταινίες>>, διάφορες φράσεις διατυπώνονταν, << Εδώ εργαζόμουν>>, <<Εδώ γνωριστήκαμε>>, εδώ, εδώ, εδώ. Τα μικρά παιδιά προσπαθούσαν να αντιληφθούν τα συναισθήματα των γονιών τους και των παππούδων τους, ανήξερα για το τι είχε συμβεί τότε. Παρόλο που οι αναμνήσεις ξεχείλιζαν στο μυαλό μου, η μόνη μου έγνοια ήταν να φτάσω σπίτι μου, εκεί που πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, εκεί που έπαιζα με τα αδέρφια μου, εκεί που οι γονείς μου, μου διάβαζαν παραμύθια για να κοιμηθώ, εκεί που όλη η οικογένεια συγκεντρωνόταν τις Κυριακές για τραπέζι, το πραγματικό μου σπίτι.
Η μικρή μας μονοκατοικία, βρίσκεται κοντά στην θάλασσα, οπότε αφιερώσαμε πολύ χρόνο στο περπάτημα. Όμως φτάσαμε. Φτάσαμε σπίτι. Δεν περίμενα ποτέ να ξαναπώ αυτή την φράση. Μείναμε να το κοιτάμε για κάμποση ώρα, μέχρι που η μητέρα μου, με τρεμάμενα χέρια έβαλε το κλειδί στην κλειδαρότρυπα. <<Γύρισε! Γύρισε!>>, φώναξε με δάκρυα χαράς στα μάτια, η πόρτα άνοιξε, μπήκαμε μέσα. Ευτυχώς οι Τούρκοι στρατιώτες δεν περιπολούσαν σε αυτή την περιοχή, ακόμη. Ο χρόνος είχε παγώσει σε εκείνη την ημέρα… Για λίγο είδα τον μικρό μου εαυτό να κάθεται στην καρέκλα και να προσπαθεί να λύσει αυτη την δύσκολη άσκηση των μαθηματικών, αλλά δεν πρόλαβα ποτέ να την τελειώσω. Όταν πήγα στο σαλόνι θυμήθηκα τους γονείς μου να πίνουν καφέ και εγώ με τα αδέρφια μου να τους ενοχλούμε. Όμως για κάποιο περίεργο λόγο, ένιωθα τα ντουβάρια να με πλακώνουν. Βγήκα έξω με φόρα και αντίκρισα ένα αυτοκίνητο της Τουρκικής αστυνομίας, γρήγορα ήρθαν προς το σπίτι μας και μας διέταξαν να φύγουμε. Η μητέρα μου ούρλιαζε, δεν ήξερα τι έλεγε, δεν έδωσα προσοχή, είχα μείνει να κοιτάω αυτό το πλέον άψυχο κτίριο. Ο πατέρας μου και τα αδέρφια μου προσπάθησαν να την καθησυχάσουν. Ύστερα φύγαμε. Στην επιστροφή ήμασταν ήσυχοι, ο καθένας με τις δικές του σκέψεις, καθώς περνάγαμε από γνώριμα μέρη, την πλατεία, το σχολείο, τον καφενέ, το γραφείο του πατέρα και της μητέρας. Μέρη τα οποία θα έπρεπε να αφήσουμε για πάντα πίσω μας.
Κάτσαμε μέχρι το βράδυ στην Αμμόχωστο μαζί και με άλλους Ελληνοκύπριους. Ποιος θα το φανταζόταν; Επισκέπτες στην ίδια μας την πόλη. Φύγαμε. Άλλωστε, δεν είχαμε άλλη επιλογή. Προχωρήσαμε χωρίς να κοιτάμε πίσω μας, μέχρι που ακούσαμε μια φωνή, γυρίσαμε τα κεφάλια μας έκπληκτοι, ένας παπαγάλος στα συρματοπλέγματα να φωνάζει << Την πόλη την έχτισε ο Τεύκρος, ο γιος του Τελαμώνα.>> και χάθηκε μες στην άψυχη, βουβή πόλη.
Και τώρα βρίσκομαι στο δωμάτιο μου να γράφω στο ημερολόγιο μου αυτήν την εμπειρία και η φράση του παπαγάλου να αντηχεί στο κεφάλι μου.
Δεν ξέρω αν αύριο θα σου ξαναγράψω και αν θα βρω την ενέργεια και την θέληση να το κάνω. Καληνύχτα...
Βασιλική Μ.
Σήμερα, επισκεφτήκαμε τα συρματοπλέγματα, στο πλαίσιο της τουριστικής περιοδείας σε όλα τα σημαντικά μέρη της Κύπρου. Εγώ όμως τα ήξερα όλα αυτά από παλιά. Ήρθα μόνο και μόνο για να έχω αυτή την μοναδική και πολυπόθητη ευκαιρία, που κάθε διωγμένος ελληνοκύπριος θα έκανε τα πάντα για να είναι στην θέση μου, να έρθει στα συρματοπλέγματα και να δει την απαγορευμένη ζώνη και ό,τι έχει απομείνει από το κάποτε ελληνικό κομμάτι της Κύπρου. Εγώ δεν ήρθα για να χαζέψω την θέα, αλλά ούτε και για να δω τα γκρεμισμένα ξενοδοχεία. Εγώ ταξίδεψα ως εδώ για να δω το παλιό μου σπίτι, ότι απόμεινε από αυτό δηλαδή. Κάποτε, αυτό το σπίτι ήταν για εμένα ο παράδεισος των παιδικών μου χρόνων, που μοιραζόμουν μαζί με την οικογένειά μου και την γιαγιά, που έχασα ξαφνικά την μέρα που τα αεροπλάνα έριχναν τις βόμβες και εμείς τρέχαμε να ξεφύγουμε από τον θάνατο.
Το σπιτάκι αυτό, δεν ήταν κάτι μοντέρνο, αλλά ήταν μια δίπατη κατοικία σχετικά μακρόστενη, βαμμένη με ένα ανοιχτόχρωμο πορτοκαλί χρώμα και την κεραμοσκεπή, με τον φεγγίτη της σοφίτας που έλουζε με το φως του ο ήλιος. Υπήρχε επίσης ο ευρύχωρος κήπος που κάποτε έπαιζα με τους παιδικούς μου φίλους, τη μαμά που πρόσεχε σαν τα μάτια της τα λουλούδια της γιαγιάς, να μην της τα χαλάσουμε. Νομίζω ότι ακόμα μπορώ να ακούσω την γιαγιά να γελάει με τα καμώματά μας και την μητέρα, να σκουπίζει το πάνω μπαλκονάκι της σοφίτας, από το χώμα που έπεσε από μια γλάστρα, όταν εγώ έριξα την μπάλα εκεί. Πίσω από το σπίτι, υπήρχε μία αποθήκη, που εκεί βάζαμε τα ξύλα το καλοκαίρι, αλλά και η βάση όπου ο πατέρας μου τα έκοβε κάθε μέρα, ώστε να μην μας λείψουν τον χειμώνα. Καθώς κάθομαι εκεί και μου έρχεται στο μυαλό, η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου ξύλου από τα ελαιόδεντρα που έκοβε ο πατέρας.
Από όλα αυτά, τίποτα δεν είχε μείνει ίδιο. Το μικρό μπαλκονάκι με τις γλάστρες ήταν γκρεμισμένο κατάχαμα στην αυλή, με τούβλα εδώ και εκεί, σπαρμένα στον κάποτε κατάφυτο κήπο με τα λουλούδια και την συκιά. Το σπίτι, είχε καταντήσει μια κατοικία για φίδια και ποντίκια, αλλά και κάθε λογής πουλιά, καθώς η τρύπα από της μπόμπες που υπήρχε στην στέγη τους παρείχε είσοδο στο σπίτι. Όπως καθόμουν εκεί, νόμιζα ότι μαζί με τα άλλα πουλιά είδα και τον παπαγάλο που όλη η παρέα παρακολουθούσε και μιλούσε μαζί του μετά το σχολείο, αλλά αποκλείεται, γιατί θα είχε ποια πεθάνει και αυτός, από το πέρασμα του χρόνου ή από κάποιο πεινασμένο γάτο.
Έτσι, συγκινημένος από την αναδρομή στο παρελθόν και τον τόπο που εγώ 40 ολόκληρα χρόνια πριν κατοικούσα, έπρεπε να γυρίσω πίσω. Μη θέλοντας να ξεχάσω σαν μεγαλώσω, τα χρόνια που έζησα αποφάσισα να τα φωτογραφίσω. Τελικά έφυγα από εκεί, μαζί με τους άλλους, αλλά και με κάποιον ακόμα…. Το φάντασμα του παρελθόντος.
Νίκος Τ.
Αγαπημένο μου ημερολόγιο
Σήμερα ξαναγύρισα στον τόπο μου, στην πόλη που γεννήθηκα, στην Αμμόχωστο… Οι παιδικές μου αναμνήσεις άρχισαν να κάνουν σβούρες γύρω από το μυαλό μου και ξεκίνησα να αναπολώ.
Ήμουν 8 χρονών. Τότε όλα ήταν ξέγνοιαστα, ο κόσμος ήταν χαρούμενος και ζωντανός και παντού η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη. Θυμάμαι να παίζω στα καλντερίμια με τα παιδιά της γειτονιάς και να κάνουμε τις ανοησίες μας σαν μικρά άτακτα παιδιά. Δεν υπήρχαν τότε περιορισμοί, ζούσαμε ανέμελα. Κάθε καλοκαίρι κατέφθαναν χιλιάδες τουρίστες ώστε να μαγευτούν κι αυτοί από την ομορφιά της Αμμοχώστου. Κοσμοπολίτικη ζωή! Χαζεύαμε και ζηλεύαμε με τα παιδιά την πλουσιοπάροχη ζωή που απολάμβαναν διάσημοι και ξένοι και ψιθυρίζαμε ο ένας στον άλλον πως έτσι θα είμαστε κι εμείς όταν μεγαλώσουμε. Κάθε Κυριακή γινόταν ιεροτελεστία. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν το κατιτίς τους και κάθε γωνία της πόλης είχε τη δική της ξεχωριστή μαμαδίστικη μυρωδιά. Σαν χθες τα θυμάμαι όλα αυτά… ωστόσο κανείς δεν ήξερε τι μας επιφύλασσε το μέλλον…
13 Αυγούστου 1974. Τότε ήταν που οι Τούρκοι εισέβαλαν στην πόλη και τουρκέψανε την Αμμόχωστο. Όσα βίωσα τότε τα ξαναέβλεπα μπροστά μου. Ο φόβος και ο τρόμος ήταν απεικονισμένος στα εγκαταλελειμμένα και ετοιμόρροπα κτήρια. Πόνος και οδύνη… Τίποτα παραπάνω. Αν ήξεραν μόνο πόσο κακό σκόρπισαν γύρω τους, πόσες αθώες ψυχές πήραν μαζί τους, πόσο χάος προκάλεσαν… Πάει, ερημώθηκε η Αμμόχωστος… Το μόνο που θα ήθελα να μάθω είναι ένα «Γιατί;» Χίλια ερωτηματικά αλλά καμία απάντηση.
Μετά το αποκαρδιωτικό θέαμα, με δάκρυα στα μάτια, αναχώρησα και πάλι.
Σε καληνυχτίζω… Τα λέμε αύριο πάλι
Δέσποινα
Δευτέρα 9 π.μ
Τελικά καταφέραμε να περάσουμε την περίφραξη της πόλης από το φυλάκιο. Παρατηρούσε τον αστυνομικό που μετρούσε τους επισκέπτες με ένα μικρό μηχάνημα που έκανε κλικ κάθε φορά που περνούσε κάποιος. Πόσο σκληρό ήταν αυτό το κλικ για όποιον ύστερα από μισό αιώνα έμπαινε ξανά στη πόλη του.
Πολλά άλλαξαν και τίποτα δεν άλλαξε στην Αμμόχωστο. Υπάρχουν ποδήλατα για τους επισκέπτες, αλλά τα κτίρια είναι βουβά χωρίς παράθυρα και πόρτες. Το μόνο ζωντανό είναι ο ήχος της θάλασσας.
Δευτέρα 11 πμ
Περπατώντας μπήκαμε σ’ ένα στενό και εκεί είδα το διώροφο σπίτι μας. Θυμήθηκα τις περιγραφές της μητέρας μου. Στο ισόγειο ήταν μαγαζί, στον επάνω όροφο το σπίτι μας. Πέθανε με την ελπίδα ότι κάποτε θα γυρίζαμε στο σπίτι που μεγαλώσαμε. Τώρα βλέπω όλα γύρω μου να είναι έρημα. Αγριόχορτα μπροστά στις πόρτες. Μπήκα μέσα και αντίκρισα την απόλυτη καταστροφή. Ξεχαρβαλωμένα κρεβάτια, σαπισμένες καρέκλες.
Γυρίζοντας πέρασα από την πλατεία που έπαιζα ποδόσφαιρο με τους φίλους μου. Ακόμα έχω στα αυτιά μου τις φωνές τους, την ώρα που η μάνα μου με τις γειτόνισσες είχαν πιάσει ψιλή κουβέντα.
Δευτέρα 3μμ
Είναι αδύνατο να μείνω εδώ άλλο σε αυτό το νεκροταφείο. Τα βήματά μου με οδηγούν πίσω στο φυλάκιο. Δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Θα έρθει ποτέ άραγε η λύση αυτού του δράματος?
Νεφέλη Λ.
Αγαπητό ημερολόγιο, 20-6-2020
Σήμερα, μετά από σαράντα έξι σχεδόν χρόνια, επισκέφτηκα ξανά την πόλη των ονείρων μου, τα Βαρώσια. Όταν εισέβαλαν οι Τούρκοι, ήμουν είκοσι τεσσάρων ετών, και σήμερα που την ξαναβλέπω από κοντά, κλείνω τα εβδομήντα.
Νιώθω τα δάκρυα μου να κυλούν χωρίς να μπορώ να τα συγκρατήσω, αλλά ευτυχώς τα κρύβουν τα μαύρα μου γυαλιά. Περπατάω μπροστά από όλα τα μαγαζιά που σύχναζα στα νιάτα μου. Δεν το αντέχω, είναι όλα κατεστραμμένα. Δεν θα περίμενα ποτέ να τα δω έτσι. Η φύση έχει δείξει την ανωτερότητα της, καθώς υπάρχουν πάνω σε όλους τους τοίχους ανεπιθύμητα φυτά.
Ύστερα από λίγο, πέρασα από ένα σπίτι γεμάτο με τις παιδικές αναμνήσεις μου, και τα δάκρυα μου έσταξαν κάτω από τα γυαλιά μου. Ήταν το πατρικό μου σπίτι, όλο κατεστραμμένο, με σπασμένα παράθυρα και διαβρωμένα μπετά. Το μόνο σίγουρο είναι το ότι δεν μοιάζει καθόλου με αυτό που αφήσαμε το ‘74. Άμα μπορούσα, θα έμπαινα μέσα να το δω, άλλα δεν ξέρω τι θα μου έκαναν οι αστυνομικοί άμα το προσπαθούσα. Είχα το σκουριασμένο κλειδί στην τσέπη μου. Ήξερα βέβαια ότι και μέσα να έμπαινα, χαλάσματα θα έβλεπα.
Ακριβώς απέναντι από το εγκαταλελειμμένο σπίτι μου ήταν το κατεστραμμένο λύκειο που πήγαινα. Όλα τα μέρη όπου καθόμουν να συζητήσω με τους φίλους μου, να ξεκουραστώ, ήταν ακόμα εκεί και με περίμεναν να ξαναέρθω, ενώ ένιωθα την κούραση να με καταβάλλει.
Η λύπη μου είναι απερίγραπτη. Όσο και να ήθελα να ξαναγίνει η Αμμόχωστος όπως παλιά, δεν το βλέπω να γίνεται στο κοντινό μέλλον, και σίγουρα όχι όσο ζω.
Κυριάκος Κυριάκου
Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022
Αγαπητό μου ημερολόγιο ,
Μετά από τόσα χρόνια μακριά από την πατρίδα μου, κατάφερα να ξαναπάω. Στην αρχή ένιωθα μεγάλη χαρά που θα μπορούσα να την δω από κοντά για λίγο , αλλά ταυτόχρονα και άγχος για το αν θα βρω το σπίτι μου έτσι όπως το άφησα. Όταν μπήκα στην πόλη όμως , όλες οι προβλέψεις και οι εικόνες που είχα στο μυαλό μου για τον τόπο μου άλλαξαν. Τα σπίτια τριγύρω ήταν έτοιμα να καταρρεύσουν με το πέρασμα του χρόνου. Τα περισσότερα είχαν σπασμένα τζάμια και κάποια από αυτά είχαν ανοιχτά παράθυρα. Στα κτίρια υπάρχουν γραμμένες φράσεις στα Τουρκικά .Στις άκρες των δρόμων υπάρχουν πολλά δέντρα και φυτά τα οποία ήταν πολύ ψηλά και μεγάλα. Το γεγονός αυτό με κάνει να νιώθω ακριβώς σαν να βρίσκομαι σε μια πόλη φάντασμα που κυριαρχεί η ερημιά, η μοναξιά και καμία ψυχή ανθρώπου . Η πόλη τώρα πια είναι πολύ διαφορετική από τότε που τη θυμάμαι και όταν ζούσαν όλοι με χαρά και ευτυχί . Τώρα νιώθω σαν να βρίσκομαι σε έναν άγνωστο και ξένο τόπο. Τα συναισθήματά μου είναι θυμού και χαράς ταυτόχρονα. Νιώθω χαρά καθώς ξαναπατάω στην πόλη που μεγάλωσα και στην πόλη που αγαπάω, γιατί είναι η πατρίδα μου . Όμως νιώθω επίσης θυμό, γιατί την αντίκρισα έρημη, γιατί δεν μένω πια εδώ. Ένα μεγάλο ΓΙΑΤΙ με κυριεύει . Το πιο λυπηρό είναι ότι χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να φύγουν , με αποτέλεσμα να χάσουν τα πάντα . Το γεγονός αυτό έχει κάνει να καταστραφεί η αρμονία μεταξύ των Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων .
Πηγαίνοντας όμως προς τον δρόμο όπου βρίσκεται το σπίτι μου , ένιωθα μεγάλη αγωνία για το τι θα δω μπροστά μου . Όταν το είδα απέξω , τα μάτια μου γέμισαν με δάκρυα ευτυχίας και χαράς , επειδή ήταν το σπίτι μου , εκεί όπου ζούσα. Δοκίμασα να βάλω το κλειδί και η πόρτα άνοιξε. Μπήκα μέσα και τα έπιπλα βρισκόντουσαν ακόμη στην θέση τους. Ακόμα και το αγαπημένο μου βιβλίο υπήρχε ακόμα στο τραπέζι , έτσι όπως το άφησα τότε. Βγαίνοντας από το σπίτι, κατευθυνθήκαμε προς τη παραλία. Εκεί αντίκρισα την απόλυτη ερημιά! Το ξενοδοχείο είχε σπασμένα παράθυρα και πόρτες ενώ δίπλα του υπήρχαν μισογκρεμισμένες και παρατημένες πολυκατοικίες ...
Ελίνα Σ.
β) Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση (ως παπαγάλος) γράφω τις σκέψεις από την περιήγηση στην έρημη Αμμόχωστο.
Η πόλη άδειαζε και οι κάτοικοι της έτρεχαν προς την ίδια κατεύθυνση, μακριά από αυτή. Μια καταστροφή ολόκληρη, οι οικογένειες τρέχανε πια με αγωνία να σωθούν από τα χέρια των Τούρκων. Κανένας δεν νοιάστηκε για μένα, που έμεινα εγκλωβισμένος στο κλουβί μου, στον κήπο του σχολείου, περιμένοντας να έρθουν τα παιδιά και να μου πουν για τα μαθήματα τους. Που πήγαν άραγε; Γιατί τα αυτοκίνητα λιγόστευαν με την ώρα; Μακάρι να φεύγουν προσωρινά, δεν ξέρω τι να κάνω μόνος εδώ.. Και αυτά τα τεράστια πουλιά που έριχναν βόμβες και έκαναν το σπίτι μου να τραντάζεται; Τι είναι αυτά; Γιατί το κάνουν;
Μέρες περνούσαν και η ζέστη γινόταν όλο και πιο ανυπόφορη. Δυσκολευόμουν να ανασάνω. Ούτε καν νερό είχα και κανείς δεν ήταν εδώ να μου το γεμίσει, μπας και ξεδιψάσω λίγο.
Ξαφνικά, άκουσα ανθρώπους να μιλάνε. Ήξερα ότι έπρεπε να κάνω κάτι για να τραβήξω την προσοχή τους, αν ήθελα να βγω σύντομα από εδώ. Μάλλον αυτή θα είναι η μόνη μου ευκαιρία. Έτσι, μαζεύοντας ό,τι δύναμη είχα, φωνάζω δυνατά «Την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο γιος του Τελαμώνα». Τίποτα όμως. Είμαι σίγουρος ότι το άκουσαν. Παρ’ όλα αυτά κρύφτηκαν. Πριν καν τελειώσω την ίδια πρόταση, κάτι έριξαν προς εμένα , κάνοντας το κλουβί μου να ξανά κουνηθεί. Κρύφτηκα και εγώ, από τον φόβο μου όμως.
Αφού βεβαιώθηκα ότι δεν γινόταν τίποτα και ήταν ασφαλής έξω, βγήκα και ξαφνιάστηκα όταν είδα μια τρύπα- όχι τόσο μεγάλη, αλλά αρκετή για να χωρέσω και να ξεφύγω από το ίδιο μου το σπίτι.
Μου πήρε καιρό να πετάξω με επιτυχία και χάρηκα πάρα πολύ όταν έγινε, ακόμη και αν είχα να κουνήσω τα φτερά μου για μήνες. Μου είχε λείψει όσο τίποτε άλλο, μπορώ να πω.
Έφαγα κάτι ξηρούς καρπούς που βρίσκονταν πάνω σε έναν πάγκο, ήπια μπόλικο νερό και είδα και πολλά μέρη από ψηλά, απολαμβάνοντας κάθε λεπτό στον αέρα. Όταν όμως κατευθύνθηκα προς το μέρος της παραλίας, το μετάνιωσα. Η θέα ήταν απαίσια- όχι όπως την περίμενα. Μπροστά μου βλέπω μια βομβαρδισμένη και έρημη πόλη, γεμάτη καπνούς. Σκέφτηκα να πάω και στα γύρω σπίτια να δω πως είναι. Μέχρι και στο σπίτι του ξακουστού ζωγράφου πήγα, από περιέργεια, να δω αν η ίδια καταστροφή επικρατούσε σε όλα τα σπίτια.
Δεν ήξερα πια τι να κάνω. Να μείνω ή να φύγω; Και αν φύγω που θα πάω; Ακόμη και τα βράδια στην πόλη, γίνονταν όλο και πιο ανατριχιαστικά. Χτυπούσαν τα παράθυρα, έσπαγαν τζάμια, ακούγονταν παράξενοι θόρυβοι, κραυγές από γάτες που μάλωναν και που και που καμία ριπή. Παντού υπήρχαν σάπια ξύλα, πεσμένοι σοβάδες και ανάμεσα στους σκουριασμένους σωλήνες και τους πεταμένους τσίγκους κυκλοφορούσαν αρουραίοι και φίδια, κάνοντας την κάθε μέρα να δείχνει πιο γκρίζα, μουντή και καταθλιπτική.
Παρ’ όλα αυτά όμως, αποφάσισα, ότι δεν μπορώ να φύγω από την πόλη, γιατί εδώ είναι το σπίτι μου. Και η απόφαση αυτή είναι οριστική και αμετάκλητη.
Ειρήνη Σ.
Πώς πέρασαν οι ωραίες μέρες που με ξυπνούσαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών, καθώς περνούσαν από το κήπο για να πάνε στο σχολείο τους! Ξαφνικά όλα άλλαξαν. Κάτι παράξενα σιδερένια πουλιά έριχναν τα “αυγά” τους και κατέστρεφαν τα πάντα. Χώθηκα στο κλουβί μου να γλιτώσω, ενώ άνθρωποι και αυτοκίνητα περνούσαν από μπροστά μου χωρίς να μου δίνουν σημασία. Προσπάθησα να ανοίξω τη πόρτα του κλουβιού χωρίς αποτέλεσμα. Όλα είχαν νεκρώσει.
Κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος και ξύπνησα απότομα από το θόρυβο που έκανε το συντριβάνι της μικρής λίμνης. Η ελπίδα μου ότι όλα είχαν τελειώσει αποδείχτηκε μάταιη. Ερημιά παντού. Πεινούσα. Ονειρευόμουν τα φουντούκια που μου έδιναν τα παιδιά ενώ στα αυτιά μου ηχούσε η μπάντα του δήμου που έπαιζε στις γιορτές. Μα πού είναι ο φύλακας που ερχόταν να μου καθαρίσει το κελί και μου έφερνε φαγητό? Πού πήγαν όλοι? Αισθάνομαι τόση μοναξιά και απελπισία τώρα που βλέπω το νερό μου να λιγοστεύει.
Ξάφνου βλέπω κάποιους στρατιώτες που προσπαθούσαν να ανοίξουν τη πόρτα του περιπτέρου με τα όπλα τους. Δεν καταλάβαινα τι έλεγαν. Φώναξα! “Την πόλη την έκτισε ο Τεύκρος ο γιος του Τελαμώνα...” Με διέκοψε όμως απότομα ένας φοβερός θόρυβος. Κρύφτηκα. Ευτυχώς έφυγαν. Μία τρύπα είχε ανοίξει στο κλουβί μου. Δεν την είχα παρατηρήσει. Πέταξα αμέσως στη λίμνη να πιω λίγο νερό. Μου ήταν δύσκολο να πετάξω.
Η νύχτα πλησιάζει και αισθάνομαι φόβο καθώς ακούω τις γάτες να νιαουρίζουν και αυτές πεινασμένες. Κρύφτηκα σε κάτι θάμνους και προσπάθησα να κοιμηθώ. Ξύπνησα και αποφάσισα να πετάξω. Τα κατάφερα! Μπήκα σε ένα καφενείο και βρήκα μπόλικους ξηρούς καρπούς και χόρτασα τη πείνα μου. Με νέες δυνάμεις πέταξα πάνω από την έρημη πόλη. Το θέαμα ήταν τρομερό! Παντού συντρίμμια, ερείπια, πυκνοί καπνοί. Όλα ήταν κατεστραμμένα.
Τις υπόλοιπες μέρες πετούσα από κτίριο σε κτίριο και έβλεπα τραπέζια, καρέκλες, ντουλάπες σκορπισμένα εδώ και εκεί. Το σπίτι του ζωγράφου ήταν έρημο και αυτό. Τα βιβλία στη βιβλιοθήκη παρατημένα. Αισθάνθηκα λύπη, απελπισία. Τί μπορούσα να κάνω? Η εικόνα της έρημης πόλης δεν μπορούσε να φύγει από την σκέψη μου….
Συνήθισα το θέαμα πια. Όλα έχουν αφεθεί στη μοίρα τους. Την πόλη την έχουν κλείσει με συρματόπλεγμα. Πίσω από αυτό βλέπω συχνά ανθρώπους που έρχονται δακρυσμένοι, κοιτάζουν τα ερείπια και αναρωτιούνται “γιατί?¨” Και εγώ τριγυρίζω εδώ και εκεί, φωνάζοντας δυνατά “την πόλη την έκτισε ο Τεύκρος, γιος του Τελαμώνα”
Νεφέλη Λ.
Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά πού είχα πετάξει. Τις κινήσεις μου τις έκανα διστακτικά, χωρίς να μπορώ να συντονίσω τα μέλη μου. Το μυαλό μου είχε θολώσει και τα φτερά μου δεν άνοιξαν. Έπρεπε να συγκεντρωθώ και να δράσω με σιγουριά και περίσκεψη. Μετά από ώρα, καθώς άρχισε να βραδιάζει, άκουσα τους πεινασμένους γάτους μακριά στο βάθος να ψάχνουν για τροφή, έτσι εγκατέλειψα κάθε προσπάθεια και άρχισα να ψάχνω για καταφύγιο, ώσπου το βρήκα μέσα στις βαθιές φυλλωσιές ενός θάμνου. Ο ύπνος με βρήκε, καθώς άκουγα τις διάσπαρτες εκρήξεις στο βάθος, τα αλυχτίσματα των σκύλων και καθώς παρατηρούσα τα αστέρια στον νυχτερινό ουρανό.
Το επόμενο πρωί, μετά από ένα χορταστικό πρόγευμα από φιστίκια στο <<Μποκάτσιο>> κατάφερα, μετά από πολύ προσπάθεια να πετάξω ψηλά. Έτσι, αποφάσισα να ανέβω ψηλά, όλο και πιο ψηλά στον ουρανό, για να διαπιστώσω που έχουν πάει όλοι και πόσο μεγάλη ήταν η καταστροφή. Κοίταξα κάτω χαμηλά στην παραλία, όπου κάποτε υπήρχαν εκείνα τα τεράστια και πολυτελή ξενοδοχεία, αλλά τώρα, το μόνο που είδα ήταν τα ερείπια που ακόμα κάπνιζαν, από την σύγκρουση με τα αντικείμενα που έριχναν αυτά τα τεράστια μεταλλικά πουλιά. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν, ήταν ο παφλασμός των κυμάτων στην άμμο όπου κάποτε χιλιάδες τουρίστες έκαναν ηλιοθεραπεία στην αμμουδιά, με τα παιδιά τους και τους κολυμβητές να απολαμβάνουν τις ηλιόλουστες μέρες. Δίπλα από τα ξενοδοχεία, οι κάποτε πολυσύχναστοι δρόμοι που ήταν γεμάτοι αμάξια και ανθρώπους, τώρα ήταν κατεστραμμένοι με διάφορα συντρίμμια από αυτοκίνητα σκορπισμένα μέσα σε γιγάντιες τρύπες που είχαν ανοίξει από τις εκρήξεις.
Έπειτα, τράβηξα βόρεια, και μετά δυτικά, αλλά η εικόνα δεν άλλαζε. Παντού έβλεπες ερείπια, καπνό ή και μερικά κτήρια τα οποία ήταν τόσο κατεστραμμένα, που σκέφτηκα ότι με το παραμικρό φύσημα του αέρα θα γκρεμίζονταν. Μπροστά, σε αυτό το θέαμα, με έπιασε μία δυσβάσταχτη θλίψη και οδύνη που όμοια ποτέ δεν είχα ξανανιώσει.
Τις επόμενες μέρες πετούσα δυστυχισμένος πάνω από την έρημη πόλη. Παντού αντίκριζα καταστροφή, σκηνές πόνου, λύπης αλλά και απόγνωσης. Έπρεπε να πάρω μια απόφαση. Να μηνώ ή να φύγω;
Νίκος Τ.
Πήρα την απόφαση και έμεινα τελικά στην πόλη μου. Την πόλη που κάποτε γέμιζε από χαρά. Την πόλη που κάποτε όλοι ένοιωθαν ασφαλής και τους έβλεπα από το κλουβί μου, είτε να πηγαίνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, είτε να πήγαιναν οι ίδιοι στις δουλειές τους με το βιαστικό αυτό περπάτημα και το σοβαρό ύφος. Την πόλη που κάποτε ήταν γεμάτη λουλούδια και παιδικές φωνές που γέμιζαν ζωή το άδειο και άψυχο προαύλιο του σχολείου. Πάντοτε μ’άρεσε να βλέπω τους μαθητές να κατευθύνονται τρέχοντας στο κλουβί μου με βιβλία στα χέρια τους. Μου άρεσε επίσης να τους ακούω να μου λένε το ίδιο μάθημα απ’έξω αμέτρητες φορές, ώστε οι ίδιοι να είναι βέβαιοι ότι το ξέρουν αρκετά καλά για να μην πιαστούν αδιάβαστοι από τους καθηγητές.
Τώρα αυτό το προαύλιο είναι τελείως βουβό και άχρωμο. Η πόλη έχασε ξαφνικά τον ρυθμό της, σαν να σταμάτησε ο χρόνος όταν συνέβη αυτή η τεράστια αναστάτωση: Τώρα μοιάζει σαν να θρηνεί που κανένα ανθρώπινο πόδι δεν πατάει πάνω στα πεζοδρόμιά της, που κανένα παιδικό γέλιο δεν ακούγεται. Αποφάσισα να προχωρήσω και να πετάξω πιο ψηλά για να έχω καλύτερη εικόνα, όμως το μετάνιωσα όταν αντίκρισα την θλιβερή εικόνα του κόσμου μου. Σπίτια και δρόμοι βομβαρδισμένα και ερειπωμένα. Μαύροι καπνοί να σκεπάζουν τους ουρανούς, καταπνίγοντας έτσι την κάθε ελπίδα που είχα. Μαγαζιά και στενάκια σκοτεινά και ερημωμένα σαν να έδειχναν και εκείνα την θλίψη και τον μαρασμό τους. Καμιά φορά κάθομαι και σκέφτομαι «γιατί δεν αφήνω όλα αυτά πίσω μου και να συνεχίσω την ζωή μου σε άλλα μέρη, λες και δεν έγινε τίποτα;» Κι όμως δεν μπορώ να αφήσω αυτό το μέρος. Όπως και να έχει, αυτό το μέρος είναι η πόλη μου, ο τόπος μου που δεν μπορώ να αποχωριστώ.
Βαθιά μέσα μου ελπίζω ακόμα ότι κάποτε όλα θα είναι όπως πριν και η πόλη μου θα ξαναβρεί τελικά την ζωηράδα και το χρώμα της. Κάποτε θα ξανακούσω τους μαθητές να μου μιλάνε και θα μάθω περισσότερα πράγματα. Κάποτε θα ξαναβρώ την διάθεση για ζωή, όσο μεγάλο κι αν είναι αυτό το «κάποτε».
Μαρία Π.
Επιτέλους κατάφερα να ξεφύγω από αυτή τη φυλακή, θέλω να πετάξω πάνω από την πόλη όσο πιο ψηλά μπορώ, να καταλάβω τι συμβαίνει. Η παραλία ο πρώτος προορισμός μου μετανιώνω που ήρθα όλα είναι μου βομβαρδισμένα, καμία κίνηση οι κάτοικοι που είναι άραγε; Είναι όλα τόσα έρημα, γιατί όμως; Πηγαίνω προς το κέντρο της πόλης ίσως εκεί δω κάποιον, που θα πάει όλο και κάποιον θα βρω. Μα τίποτα και εδώ τα ίδια δεν υπάρχει ψυχή ζωντανή στον ορίζοντα. Από μακριά μόνο βλέπω καπνό και ακούω εκρήξεις. Αχ πού πήγε η πόλη μου, δεν την αναγνωρίζω πλέον! Τι θα κάνω τώρα; Μήπως να φύγω, και αν φύγω πού θα πάω αλλά και να κάτσω εδώ τι θα κάνω, κανένας κάτοικος δεν είναι εδώ. Όταν πετάω ψηλά μόνο τότε είναι ωραία, η πόλη φαίνεται όπως ήταν πάντα, όταν κατεβαίνω χαμηλότερα όμως τα πράγματα είναι φρικτά. Δεν το αντέχω αυτό! Κάθε μέρα που περιπλανιέμαι καταλαβαίνω πως οι ζωγραφιές λιγόστευαν, οι εικόνες στις εκκλησίες και τα βιβλία εξαφανίζονταν μέχρι και τα παραθυρόφυλλα. Δεν έχουν όλα αυτά σημασία, πάει και τελείωσε εδώ θα μείνω, εδώ είναι το σπίτι μου. Κάθε μέρα η πόλη μου γίνεται όλο και πιο γκρίζα και καταθλιπτική όμως αυτή είναι η πόλη μου και θα ζήσω εδώ για πάντα!
Κωνσταντίνα Κ.